Καισάρειον

Καισάρειον
Ένα από τα λαμπρότερα οικοδομήματα της Αλεξάνδρειας την εποχή των Πτολεμαίων. Βρισκόταν στην ανατολική παραλία της πόλης και είχε ιδρυθεί από την Κλεοπάτρα προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα. Οι ανασκαφές που πραγματοποίησε το 1894 στον χώρο του Κ. ο Ζ. Μποτί έφεραν στο φως αρκετά ευρήματα. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η βάση ενός αγάλματος του Καρακάλλα, ένα τμήμα ωραίου αγάλματος της Νίκης και δύο αγάλματα του Σεπτίμιου Σεβήρου και του Μάρκου Αυρήλιου. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Κώνστα B’, το Κ. μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό και μετονομάστηκε Κυριακό, επειδή είχε αφιερωθεί στον Κύριο. Το 362 πυρπολήθηκε από τους στρατιώτες του Βαλεντιανού, αλλά το 368 ξαναχτίστηκε με πρωτοβουλία του Μεγάλου Αθανασίου. Μετά την άλωση της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες, πέρασε στην κατοχή των Κοπτών, που το απέδωσαν τελικά (727) στους Έλληνες με εντολή του σουλτάνου Εντατάχ ιμπν Σαφουάν. Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του Κόπτη Γαβριήλ A’, το Κ. πυρπολήθηκε από τους Κόπτες, ενώ αργότερα μια σειρά σεισμών που συγκλόνισαν την Αλεξάνδρεια ολοκλήρωσε την καταστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καισάρειον — Καισάρειος elephant masc/fem acc sg Καισάρειος elephant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καισάρειος — α, ο (Α καισάρειος, ον θηλ. και εία) αυτός που ανήκει στον καίσαρα, καισαρικός, αυτοκρατορικός αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Καισάρειος και ιος (ενν. μήν) Καισαρεών* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί Καισάρειοι οι απελεύθεροι τού Καίσαρος 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • Κυρήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Από αυτήν προέρχεται η ονομασία της πόλης της Λιβύης. Σύμφωνα με τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο, ήταν κόρη του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα και έβοσκε τα κοπάδια του πατέρα της στα δάση του Πηλίου. Ο Απόλλων την είδε μια μέρα να… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”